Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Καθώς έπεφτε η βροχή...

Από νωρίς είχε αρχίσει να φουρτουνιάζει η θάλασσα. Σα θεριό φούσκωνε και ξέβραζε το κύμα πότε πάνω στα βράχια και πότε με ένα πήδο πλημμύριζε τον παραλιακό.
Το τζάμι από μέσα θαμπό. Πασπαλισμένο απ΄την αρμύρα του γιαλού που το΄γλειφε .

Καταμεσίς της μικρής κάμαρας άναβε η ξυλόσομπα.Ο Πέτρος στάθηκε για λίγο δίπλα της, προσπαθώντας να ζεστάνει την ψύχρα της ψυχής του που έφερνε η μοναξιά. Την ένιωθε άδεια και κρύα, σαν και τούτη την ώρα που άρχιζε να σουρουπώνει. 

Στο βάθος η θάλασσα συνέχιζε να παλεύει. Άνω κάτω γίνονταν τα σωθηκά της. Έφερνε κι ένα βουητό!!!
Προχώρησε δυο βήματα και στάθηκε να κοιτά έξω  .Οι σταγόνες άρχισαν να γίνονται πιο χοντρές. Η βροχή άρχιζε τη φλυαρία της και πάλευε να επικρατήσει του ανέμου.
"Κόντρα ο καιρός" σκέφτηκε.

 Η ανάσα του θόλωνε καμιά φορά το τζάμι κι άφηνε σημάδι του προσώπου του που είχε πια κολλήσει στην προσπάθειά  να δει μέχρι την άκρη του δρόμου.
Σα να περίμενε να φανούν ανθρώπου βήματα, μα άδικα καρτερούσε . Μόνη παρηγοριά η λάμπα στη γωνία που φώτιζε για να στραφταλίζει το κύλισμα της βροχής πάνω στον κατηφορικό δρόμο.  Όσο περνούσε η ώρα γινόταν πιο δυνατή, άρχισε να κατεβάζει μικρά ποταμάκια ο δρόμος.
Του άρεσε  αυτή η κίνηση. Πήγε το νου του χρόνια πίσω να συναντήσει μια ζεστή αγκαλιά μια μέρα σαν και τούτη. Βροχερή του φθινοπώρου. Δεν ένιωθε όμως τότε ψύχρα κι ας χάραζαν κάποιες στάλες βροχής το πρόσωπό του . Του έφτανε που ήταν μαζί της, που ένιωθε την ανάσα της, το άρωμα του κορμιού της.
Τότε που πίστευε πως θα κρατούσε το παραμύθι για πάντα. Άρχισε να θυμώνει με τον εαυτό του. Ίσως έπρεπε να επιμείνει. Να μην την αφήσει να φύγει. Να τη διεκδικήσει. Να την ακολουθήσει.

Ανασήκωσε το φρύδι και έσφιξε τα χείλη του σα να απορούσε με τον εαυτό του. 

Ένιωθε όμως τότε τόσο αδύναμος, τόσο μπερδεμένος. Δεν ήξερε ποια φωνή ν΄ακούσει. Της λογικής ή της καρδιάς.

'Έπαιξα κι έχασα, τώρα πληρώνω!" μονολόγησε εξομολογητικά προς τον εαυτό του. Μήπως υπήρχε και κανένας να τον ακούσει; 

Οι βηματισμοί των περαστικών τον άφηναν αδιάφορο, χαμένο στις σκέψεις του, στα μονοπάτια της μοναξιάς  του.
Κι η βροχή συνέχιζε να πέφτει σα να σιγομουρμούριζε το παράπονο της ψυχής του ...  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου